- εὐχαράκτηρος
- εὐχᾰράκτ-ηρος,A bene figuratus, formosus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευχαράκτηρος — εὐχαράκτηρος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία χαρακτηριστικά, ωραίο πρόσωπο, ο όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρακτήρ] … Dictionary of Greek